- ξόμπλιασμα
- το [ξομπλιάζω]1. το στόλισμα με ποικίλματα, με κεντήματα2. συν. στον πληθ. τα ξομπλιάσματασυκοφαντίες που λέγονται εις βάρος κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξόμπλιασμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξομπλιάζω, διακόσμηση, στόλισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)